
11 Ιαν Οι ανάγκες του πολιτικού συστήματος και η ανάδειξη του ΚΙΝΑΛ, του Γεράσιμου Αραβανή
Είναι κοινή διαπίστωση η αστάθεια του πολιτικού συστήματος και συνολικά η ρευστότητα της πολιτικής σκηνής. Η κυβερνητική πολιτική δημιουργεί εκτεταμένη δυσαρέσκεια στα πλατιά λαϊκά στρώματα η οποία καταγράφεται σε όλες τις δημοσκοπήσεις και καθημερινά η δυσαρέσκεια αυτή μεγαλώνει. Οι διεργασίες στο λαό παίρνουν όλο και μεγαλύτερη έκταση, ενώ οι εξελίξεις στο ΚΙΝΑΛ τις επιταχύνουν, εντείνουν τις ζυμώσεις και επιδρούν στο σύνολο του πολιτικού συστήματος.
Στο εσωτερικό της ΝΔ η σύγκρουση των ομάδων και των βαρονιών εντείνεται γεγονός που καταγράφεται σε όλα τα δεξιά μέσα ενημέρωσης και σε πολλές περιπτώσεις με ακραίο τρόπο. Ταυτόχρονα, στα δεξιά της συγκροτούνται κόμματα και κινήσεις και, με δεδομένο ότι οι επόμενες εκλογές θα διενεργηθούν με τον προηγούμενο εκλογικό νόμο, ένα σύστημα απλής αναλογικής, αυξάνεται η πιθανότητα να εκπροσωπηθούν στη βουλή. Αυτό σημαίνει σοβαρό πλήγμα στη ΝΔ. Το επόμενο διάστημα ως τις εκλογές η εικόνα της θα επιδεινωθεί έτι περαιτέρω, αφού η πανδημία συνεχίζει και μαζί οι κυβερνητικές παλινωδίες και μονομέρειες, οι κοινωνικές και οικονομικές επιπτώσεις αυξάνονται και το κύμα των ανατιμήσεων δημιουργεί μείζονα προβλήματα στα λαϊκά νοικοκυριά.
Στον άλλο πόλο του δικομματισμού, το ΣΥΡΙΖΑ, τα πράγματα εμφανίζονται ακόμη χειρότερα. Δυόμιση χρόνια ακραίας αντιλαϊκής νεοδημοκρατικής πολιτικής και με τη δυσαρέσκειά στα ύψη συνεχίζει να καταγράφει απώλειες, ενώ στο εσωτερικό του οι αντιπαραθέσεις για το χαρακτήρα, τον προσανατολισμό και την πολιτική του μαίνονται σε βαθμό που στους οπαδούς και τους ψηφοφόρους του δεν εμπνέει εμπιστοσύνη.
Η βαθιά λαϊκή δυσαρέσκεια δεν περιορίζεται μόνο στα κόμματα, στην πολιτική και τη συμπεριφορά τους, αγκαλιάζει το σύνολο των θεσμών και τις αξίες του κοινωνικοοικονομικού συστήματος. Σε πολλές περιπτώσεις παίρνει μορφή ανορθολογισμού, τυφλών αποφάσεων και συμπεριφορών ως και την ολοκληρωτική αντίθεση σε κάθε τι που προτείνεται.
Η κατάσταση αυτή αξιολογείται από τις κυρίαρχες πολιτικές ελίτ και τους μηχανισμούς τους ως επικίνδυνη σε βαθμό που, αν η κρίση διατηρηθεί και μεγαλώσει και δεν αντιμετωπιστούν τα προβλήματα, ενδεχομένως να απειληθεί η σταθερότητα του συστήματος, αφού θα αδυνατεί να ελέγξει τη δυσαρέσκειά και να ορθώσει αναχώματα στη ριζοσπαστικοποίηση των λαϊκών τμημάτων και στη συμμετοχή στο κίνημα και τους αγώνες. Σε αυτό το σοβαρό πρόβλημα καλούνται επιχειρηματικά συμφέροντα και πολιτικοί εκπρόσωποι τους να δώσουν λύση.
Εδώ έρχονται οι εξελίξεις στο ΚΙΝΑΛ. Ο θάνατος της Φώφης Γεννηματά και η εκλογή νέου προέδρου του δημιουργούν, βοηθούντων των μεγάλων μέσων ενημέρωσης, μία μεγάλη κίνηση γύρω από το κόμμα αυτό, στρέφουν εκεί το ενδιαφέρον μεγάλου τμήματος της κοινής γνώμης. Στις διαδικασίες του παρεμβαίνουν κάθε είδους οικονομικοί και πολιτικοί παράγοντες, κόμματα, μέσα μαζικής ενημέρωσης, μηχανισμοί με στόχο την υποστήριξη του υποψηφίου της προτίμησης τους. Κυρίως όμως στόχο έχουν την ανάδειξη του ΚΙΝΑΛ και την ενίσχυση του, σε ένα κόμμα δηλαδή που συγκινεί ευρύτερα κυρίως στον κεντρώο χώρο, ο οποίος το εμπιστεύεται και θα το στηρίξει. Εξωτερικοί, λοιπόν, πολιτικοί και οικονομικοί παράγοντες, εγχώριοι και αλλοδαποί, συνέβαλαν ουσιαστικά στο αποτέλεσμα.
Τις εκλογικές διαδικασίες που ακολούθησε το ΚΙΝΑΛ στη συγκεκριμένη περίπτωση και προηγουμένως το ίδιο κόμμα κατά την εκλογή του Γιώργου Παπανδρέου και της Φώφης Γεννηματά και στην πορεία η ΝΔ τις παρουσιάζουν ως τις πλέον δημοκρατικές. Υποστηρίζουν ότι δεν ψηφίζουν για τον ηγέτη του κόμματος ούτε κάποιο όργανο ούτε και όλα τα μέλη του, αλλά γίνεται υπόθεση της κοινωνίας ολόκληρης αρκεί κάποιος να καταβάλει 3 ευρώ. Οι διαδικασίες αυτές δεν έχουν καμία σχέση με τη δημοκρατία και τη συμμετοχή των πολιτών. Οδηγούν στην πλήρη αυτονόμηση του αρχηγού από τα κομματικά μέλη και τα κεντρικά όργανα, οδηγούν σε ένα κόμμα απολύτως αρχηγικό και προσωποπαγές. Με την απευθείας εκλογή του αρχηγού από το λαό ποιος θα του ασκεί έλεγχο για τέσσερα τουλάχιστον χρόνια; Ο λαός θα κάνει γενική συνέλευση για να τον ελέγξει και μέσω ποιων διαδικασιών; Έτσι ο αρχηγός καθίσταται απόλυτη και μοναδική εξουσία και ακυρώνεται η έννοια του αστικού πολιτικού κόμματος. Ακυρώνεται δηλαδή η έννοια ενός οργανισμού που εκπροσωπεί συγκεκριμένη τάξη και κοινωνικά στρώματα, προωθεί τα συμφέροντά τους σε αντίθεση με αντίπαλα ταξικά συμφέροντα, λειτουργεί συλλογικά και έχει σε ισχύ τις διαδικασίες απολογισμού και ελέγχων. Επί της ουσίας στις περιπτώσεις αυτές δεν υπάρχουν μέλη ούτε κάποιας μορφής ιδεολογία και πολιτική παρά ένα μόρφωμα. Είναι το μοντέλο του κόμματος της μεταμοντέρνας εποχής.
Στις μέρες μας όλα τα αστικά κόμματα συγκλίνουν. Αμβλύνονται οι πολιτικές διαφορές και ξεθωριάζουν τα όποια ιδεολογικά στοιχεία τους. Τίθενται όλα τα κόμματα στην υπηρεσία των μεγάλων οικονομικών συμφερόντων και αντιπαρατίθενται μεταξύ τους μόνο στο βαθμό που είναι αναγκαίο για να κερδίσουν τη λαϊκή δυσαρέσκεια από την ασκούμενη πολιτική.
Κατά πόσο όμως μπορεί το ΚΙΝΑΛ να εμφανιστεί ως ο φορέας που θα ανανεώσει την πολιτική ζωή, θα φέρει νέες ιδέες και αρχές και θα οδηγήσει στην αναγέννηση μιας ουσιαστικά χρεοκοπημένης χώρας, όπως ισχυρίζεται; Κατά πόσο μπορεί να είναι ο Ν. Ανδρουλάκης ο ανανεωτής, αυτός που θα αναζωογονήσει τη δημοκρατία και θα βελτιώσει τη ζωή της νεολαίας και των εργαζομένων; Το ΚΙΝΑΛ έχει μεγάλο κυβερνητικό παρελθόν και μάλιστα ιδιαίτερα επιβαρυμένο.
Στην πρώτη κυβερνητική του θητεία και μετά τα πρώτα θετικά φιλολαϊκά μέτρα κυρίως μέτρα εκδημοκρατισμού (όπως η αναγνώριση της Εθνικής Αντίστασης, η κατάργηση του πιστοποιητικού κοινωνικών φρονημάτων, η κατάργηση του αντιδραστικού συνδικαλιστικού νόμου και η αντικατάστασή του με έναν πιο δημοκρατικό νόμο), μέτρα που ήταν υπερώριμα στην κοινωνία και που δεν θα μπορούσε να μην τα πάρει με βάση το πολιτικό κλίμα της εποχής, το ισχυρό λαϊκό κίνημα και το λαό που πίεζε. Στην πορεία πήρε πλήθος αντιλαϊκών αντιδημοκρατικών μέτρων κατ’ απαίτηση της οικονομικής ολιγαρχίας και της ΕΕ.
Κρατικοποίησε τις προβληματικές επιχειρήσεις και φόρτωσε στο λαό το κόστος της εξυγίανσης τους, αλλά η δέσμευση του να πληρώσουν οι πρώην ιδιοκτήτες τους πήγε στα αζήτητα. Στις κρατικές επιχειρήσεις και στο δημόσιο τομέα προσέλαβε χιλιάδες ανθρώπους και σε ένα μέρος τους ιδιαίτερα στον ευρύτερο δημόσιο τομέα, έδωσε υψηλές αποδοχές με
στόχο τη δημιουργία εργατικής αριστοκρατίας, τα περιβόητα “ρετιρέ”, διαφθείροντας τμήματα πρωτοπόρων εργαζομένων.
Σταδιακά στρογγύλεψε τις θέσεις του σχετικά με την ΕΟΚ, το ΝΑΤΟ και τις ΗΠΑ, το σύνθημα “ΕΟΚ και ΝΑΤΟ το ίδιο συνδικάτο” ξεχάστηκε, υπέγραψε τη συμφωνία παραμονής των βάσεων και με αστερίσκους στο τέλος των αποφάσεων πέρασε από το ‘’έξω από την ΕΟΚ’’ στην παραμονή της χώρας σε αυτήν.
Κορυφαία και εμβληματική αντιδημοκρατική ενέργεια της κυβέρνησης του ήταν η αξιοποίηση της δικαιοσύνης για να ανατρέψει τη νόμιμη διοίκηση της ΓΣΕΕ επιβάλλοντας ηγεσία που πειθαρχούσε στην πολιτική του. Να θυμίσουμε ακόμη την ψήφιση του άρθρου 4 και την επιβολή εξοντωτικού προστίμου στο Ριζοσπάστη επειδή έδωσε αυξήσεις στους εργαζόμενους και ακόμη τη σκληρή λιτότητα μετά τις εκλογές του 1985.
Στη διακυβέρνηση του τη δεκαετία του ’90 ως το 2004 ευθυγραμμίστηκε πλήρως με τα συμφέροντα των μεγαλοεπιχειρηματιών εφαρμόζοντας νεοφιλελεύθερη πολιτική. Η επάνοδος στην κυβέρνηση το 2009 σημαδεύτηκε με την προσφυγή στο Διεθνές Νομισματικό Ταμείο και την επιβολή των μνημονίων στην Ελλάδα που οδήγησαν στη φτωχοποίηση των εργαζομένων, σε τεράστια ανεργία, στην μεγάλη αφαίρεση δικαιωμάτων και κατακτήσεων του λαού, στην ακόμη μεγαλύτερη υπερχρέωση της χώρας και την εξάρτηση της από τα ιμπεριαλιστικά κέντρα σε πρωτοφανές επίπεδο. Στην αρχή με αυτοτελή ΠΑΣΟΚική κυβέρνηση και στην πορεία συγκυβερνώντας με το “θανάσιμο εχθρό” του τη δεξιά που πλέον είχε γίνει στενός συνεργάτης για το “καλό της πατρίδας”. Αυτά είναι ορισμένα από τα πεπραγμένα του. Καμία από τις πράξεις του αυτές και εν γένει τη στάση και τη συμπεριφορά του δεν αποκήρυξε. Αντίθετα, πλασάρεται ως αντιδεξιό κόμμα που ασκεί πολιτική με ηγεσία που αποτελείται από υπουργούς των κυβερνήσεων Σαμαρά.
Όσο για το σημερινό πρόεδρο του που (ως στέλεχος της νεολαίας του και κατά τη διάρκεια των μνημονίων γραμματέας της κεντρικής επιτροπής του ΠΑΣΟΚ και αργότερα ηγετικό στέλεχος και ευρωβουλευτής του) βαρύνεται εξίσου με την υπόλοιποι ηγεσία του για την αντιλαϊκή πολιτική τουλάχιστον για 15 χρόνια. Ως άνθρωπος του Σημίτη και του Βενιζέλου υποστήριξε πλήθος αντιλαϊκών αποφάσεων και συμφωνιών (πχ του Ελσίνκι) και τώρα στην προεκλογική περίοδο δειλά έθεσε θέμα κατάργησης του βέτο στην ΕΕ. Είναι αστείος ο ισχυρισμός ότι φέρνει το νέο και θα εξυγιάνει την πολιτική ζωή, όταν η εκλογική διαδικασία που τον ανέδειξε πρόεδρο έφερε στην επιφάνεια μεγάλη διασύνδεση του ίδιου και του κόμματος του με τα μεγάλα μονοπωλιακά συμφέροντα εντός και εκτός της χώρας. Κριτήριο θα είναι επίσης η στάση που θα κρατήσει το κόμμα αυτό στις συνδιαλλαγές και στις υποχωρήσεις της κυβέρνησης στα ελληνοτουρκικά κατ’ απαίτηση των συμμάχων, στις πιέσεις των οικονομικών κέντρων για τη μοιρασιά των κονδυλίων του Ταμείου Ανάκαμψης και του ΕΣΠΑ κλπ.
Βαδίζοντας προς τις εκλογές, θα γίνουμε μάρτυρες μιας μονομαχίας σώμα με σώμα μεταξύ ΚΙΝΑΛ και ΣΥΡΙΖΑ για την επικράτηση στον κεντρώο χώρο. Η αναδιανομή της ισχύος είναι μεγάλης σημασίας και δεν αφορά μόνο τα δύο αυτά κόμματα αλλά και τη ΝΔ και το σύνολο των πολιτικών κομμάτων, έστω κι αν πολιτικά βρίσκονται πιο μακριά.
Με το ΚΙΝΑΛ ως μπαλαντέρ μεταξύ των δύο κομμάτων, ή χωρίς αυτό με κάποια μονοκομματική κυβέρνηση, θα συνεχιστεί η καταστροφική για το λαό πολιτική που ζούμε. Όποια κυβέρνηση προκύψει δεξιά, κεντροαριστερή ή κυβέρνηση συνεργασίας θα είναι στην υπηρεσία των μονοπωλίων και πειθαρχική στα ιμπεριαλιστικά κέντρα. Θα συνεχίσει τα αντιλαϊκά μέτρα και την εκποίηση της δημόσιας περιουσίας, θα στηρίξει την επιθετική πολιτική Μπάιντεν για την απομόνωση της Ρωσίας και την καθήλωση της Κίνας με το απαράδεκτο επιχείρημα ότι “επεκτείνουμε την αμερικανοκρατία στη χώρα, πολλαπλασιάζουμε τις στρατιωτικές βάσεις από την Αλεξανδρούπολη ως το λιβυκό πέλαγος για να αντιμετωπίσουμε με την παρουσία των αμερικανών την τουρκική απειλή στο Αιγαίο και στην Ανατολική Μεσόγειο”.
Το ζήτημα για τους κομμουνιστές, τον αριστερό κόσμο και τους εργαζόμενους τίθεται ευθέως: Θα συμβιβαστούμε με μία από τα ίδια (που τώρα θα είναι χειρότερα) ή, με τη δράση και την όλη συμπεριφορά μας, θα συμβάλουμε να μπει η χώρα σε μία νέα πορεία, που σημαίνει απόρριψη της αστικής πολιτικής, ακύρωση της δικομματικής εναλλαγής και ήττα όλων των πολιτικών δυνάμεων που την υπηρετούν;
Είναι ένας στόχος που απαιτεί χρόνο μεγάλες προσπάθειες και αγώνες, δεν είναι ζήτημα μιας ψήφου στις εκλογές. Απαιτείται η ανάπτυξη του εργατικού κινήματος σε ταξική ενωτική βάση και του κινήματος όλων των άλλων κοινωνικών στρωμάτων που υφίσταται την εκμετάλλευση σε συμμαχία και υπό την ηγεμονία της εργατικής τάξης που θα προσανατολίσει τη δράση ενάντια στην πολιτική του κεφαλαίου με στόχο νίκες και ανατροπή της εξουσίας του.
Κεντρική παράμετρος της δράσης των κομμουνιστών πρέπει να είναι η δημιουργία των προϋποθέσεων για κόμμα επαναστατικό στη βάση του μαρξισμού-λενινισμού και στόχο την ανατροπή της αστικής εξουσίας και την οικοδόμηση του σοσιαλισμού.
Δεν πρέπει να περιοριστεί το κίνημα στα άμεσα. Η δράση για τα άμεσα εργατικά και λαϊκά προβλήματα, για την βελτίωση της ζωής του λαού είναι το πρώτο και αναγκαίο βήμα. Όμως, θα πρέπει να συνδέσουμε τον αγώνα αυτόν με τα στρατηγικά καθήκοντά μας.